-
1 ἐκ-ρέω
ἐκ-ρέω (s. ῥέω), aus-, wegfließen; Hom. in tmesi, ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε Il. 21, 119 u. öfter, wie Ap. Rh. 1, 1679; ἐξεῤῥύηκε τὰ πτερά Ar. Av. 104; ἔκ τινος, Plat. Phaed. 112 a; entfallen, sich allmälig verlieren, τὸ ἐν τοῖς ὀφϑαλμοῖς γελοῖον ἐξεῤῥύη ὑπὸ τοῠ ἀρίστου Rep. V, 452 d; ἐξεῤῥύησαν οἱ τοῠ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων, sie entfielen den Griechen, Plut. Them. 12, vgl. Pomp. 12. Bei Maced.. 16 (XI, 374) ist es act., τὴν χάριν ἐξέῤῥευσας, hast ausgeströmt, verloren.
-
2 ἐκρέω
ἐκ-ρέω, aus-, wegfließen; entfallen, sich allmählich verlieren; ἐξεῤῥύησαν οἱ τοῠ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων, sie entfielen den Griechen; act., τὴν χάριν ἐξέῤῥευσας, hast ausgeströmt, verloren
См. также в других словарях:
εκρέω — (Α ἐκρέω) 1. ρέω από κάπου ή από κάτι 2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω 3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι 4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 5. λησμονιέμαι 6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω… … Dictionary of Greek