Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὴν χάριν ἐξέῤῥευσας

См. также в других словарях:

  • εκρέω — (Α ἐκρέω) 1. ρέω από κάπου ή από κάτι 2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω 3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι 4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 5. λησμονιέμαι 6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»